- κλιβανίκιος
- κλιβανίκιος και κριβανίκιος, -ον (Α)(για άρτο) ο ψημένος σε κλίβανο, σε φούρνο («κλιβανίκιος δὲ καὶ φουρνάκιος χαίρουσιν ἁπαλωτέρα τῇ ζύμῃ», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος και κρίβανος + επίθημα -ίκιος (πρβλ. φουρν-ίκιος)].
Dictionary of Greek. 2013.